Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Ερντογάν και Διοίκηση Μπάιντεν

Η εκλογή του Μπάιντεν ως του 47ου προέδρου των ΗΠΑ έχει ανησυχήσει αρκετούς αυταρχικούς ηγέτες στην Μέση Ανατολή – μηδέ εξαιρουμένου του Ερντογάν. Άλλωστε, ο απερχόμενος πρόεδρος Τραμπ και ο Ερντογάν είχαν αναπτύξει έναν ιδιαίτερο δεσμό που υπερέβαινε τις αβρότητες μεταξύ των ηγετών εντός μίας συμμαχίας. Εν τη απουσία «τεκμηρίων», μόνο υποθέσεις και εικασίες (π.χ. περί δωροδοκίας εκ μέρους του Ερντογάν (βλ. Trump Tower), περί της φυσικής έλξης μεταξύ δύο δημαγωγών κτλ) αιωρούνται. Τι θα πρέπει, λοιπόν, να αναμένει ο Ερντογάν από την επερχόμενη Διοίκηση Μπάιντεν;

Οι σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών κατά τη δεύτερη θητεία του προέδρου Ομπάμα οξύνθηκαν εξαιτίας δύο ζητημάτων – αφ’ ενός του στρατιωτικού πραξικοπήματος εναντίον του Ερντογάν και αφ’ ετέρου του μέλλοντος των Κούρδων της Συρίας. Ο Ερντογάν κατηγόρησε ευθέως και δριμείως τον τότε αντιπρόεδρο των ΗΠΑ πως η Ουάσινγκτον όχι μόνο δεν υποστήριξε τον δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη της Τουρκίας έναντι των πραξικοπηματιών αλλά και υπονόμευε την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας χάρη στη συνεργασία με τους «τρομοκράτες» (sic) στο Συριακό Κουρδιστάν. Η πυροσβεστική παρέμβαση του τότε αντιπρέδρου οδήγησε στην υιοθέτηση σε μεταγενέστερο χρόνο ενός οδικού χάρτη για την Μανμπίζ (το μήλον της έριδος μεταξύ Κούρδων και Τούρκων) και στην έναρξη των συζητήσεων για την υπόθεση του Gülen (του, κατά την Τουρκία, «εγκεφάλου» του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Ο Ερντογάν, όμως, δεν ικανοποιήθηκε από την εξέλιξη των δύο υποθέσεων και εκδήλωσε τη δυσφορία του ανοιχτά.

Ορισμένοι φιλοκυβερνητικοί προπαγανδιστές / δημοσιογράφοι (όπως ο Ibrahim Karagül) ξιφουλκούν εναντίον της Διοίκησης Μπάιντεν, κατηγορώντας την ως εκ προοιμίου εχθρική εναντίον της Τουρκίας. Ο διορισμός του Brett McGurk, του πρώην Ειδικού Προεδρικού Απεσταλμένου για τον Διεθνή Συνασπισμό κατά του ISIS και δριμύ επικριτή των επιχειρήσεων Κλάδος Ελαίας και Πηγή Ειρήνης της Τουρκίας κατά των εταίρων των ΗΠΑ, Κούρδων, τροφοδότησε τις παραπάνω θεωρίες.

Το «προβλέπειν» στη Διεθνή Υπόθεση συνιστά ένα αίωλο εγχείρημα και, ως εκ τούτου, το θέμα των σχέσεων μεταξύ της Διοίκησης Μπάιντεν και του Ερντογάν θα προσεγγισθεί με τη δέουσα προσοχή. Για την ακρίβεια, εξάγονται ασφαλέστερες υποθέσεις για το τι ΔΕΝ πρέπει να αναμένει ο Ερντογάν μετά την απομάκρυνση του (σύμφωνα με τις δηλώσεις του ίδιου) «φίλου» του από τον Λευκό Οίκο.

 

Εν ολίγοις, ο Ερντογάν ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΜΈΝΕΙ:

  • την παρέμβαση εκ μέρους του Λευκού Οίκου για το κλείσιμο της δικογραφίας εις βάρος της Halk Bank
  • την ανοχή εκ μέρους της Ουάσινγκτον μιας επιχείρησηε εναντίον των Κούρδων της Rojava
  • την ανοχή εκ μέρους της Ουάσινγκτον της συνεργασίας μεταξύ της Τουρκίας και της Ρωσίας σε Συρία και Λιβύη
  • την κωλυσιεργία εκ μέρους του Λευκού Οίκου για νέες κυρώσεις από το Κονγκρέσο εις βάρος της Τουρκίας
  • την ανοχή εκ μέρους του Λευκού Οίκου στις διώξεις εις βάρος της αντιπολίτευσης στην Τουρκία

 

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως η Διοίκηση Μπάιντεν θα ωθήσει τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας σε οριστική ρήξη. Κατά πάσα πιθανότητα, η Διοίκηση Μπάιντεν θα υιοθετήσει μία στρατηγική «καρότου και μαστιγίου» έναντι της Τουρκίας ώστε ο Ερντογάν (ή ο διάδοχος του) να αναπροσανατολίσουν εκ νέου την Τουρκία προς τη Δύση και το ΝΑΤΟ. Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα την μορφή των παραπάνω «καρότων» και «μαστιγίων». Και, περισσότερο βέβαια, κανείς δεν δύναται να προβλέψει την έκβαση της στρατηγικής αυτής.

Βέβαια, αναδύεται μία πραγματικότητα στον Λόφο του Καπιτωλίου που μάλλον δεν έχει διαφύγει της προσοχής του Ερντογάν. Όπως δήλωσε ο Nicholas Danforth προ ημερών, οι σύμμαχοι / φίλοι της Τουρκίας εντός του Κονγκρέσου και τoυ κρατικού μηχανισμού σταδιακά σιωπούν ή παραμερίζονται. Η εξέλιξη αυτή εξηγηγεί ενδεχομένως την «επίθεση γοητείας» της Άγκυρας προς τους στενούς συμμάχους των ΗΠΑ – όπως το Ισραήλ ή η Αίγυπτος.